-
1 дорн
το εργαλείο επεξεργασίας των σωλήνων/οπών (για μείωση της τραχύτητας)мет.-об.) η διαμέτρηση και η επεξεργασία των σωλήνων/οπώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дорн
1 дорн
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорн